Αχ θεέ μου, θεέ μου, τέτοιες γιορτές, τέτοια Πάσχατα να μην ξανάρθουν ούτε στον χειρότερο εχθρό μου, ούτε στην γρουσούζα την Δάφνη Μπόκοτα!
Ήρθε που λες και φέτο η Πασχαλιά και πιάστηκα με τα γνωστά: να πλάσω τα τσουρέκια και να πάω στο μέγα ευχέλαιο τη Μ. Τετάρτη, να βάψω τα αυγά την κόκκινη Πέμπτη, να καθαρίσω τα αντεράκια τη Μ. Παρασκευή, να ασβεστώσω τα κράσπεδα στην Μ. Τρίτη να κάνω και μια γενική πριν αρχίσω να μαγειρεύω τις μαγειρίτσες τους Τζιγιεροσαρμάδες και όλα τα καλούδια. Έλα όμως που η χάρη Του είχε άλλη άποψη! Μεγάλη Τρίτη μεσημέρι μόλις τέλειωσε το Πολύ Μπλά Μπλά και ενώ ασβέστωνα τα κράσπεδα χτυπάει το τηλέφωνο, τρέχω να το σηκώσω μην ξυπνήσει ο Αγησίλαος και ήταν η ξαδέρφη μου η Λέγκω η Φουρτούλα από την Αβδέλλα Γρεβενών. Ζωζώ μου, μου λέει την χάσαμε την θεία την Χαρίκλεια. Πήγε η σχωρεμένη χτες Κυριακή των Βαΐων στην εκκλησία, γλίστρησε στα δαφνόφυλλα που ήταν σκορπισμένα στην αυλή της εκκλησίας πάρτη κάτω, τα τέζαρε! Αυτό ήταν δουλειές μας άνοιξε η θεια η Χαρίκλεια όχι κόκκινα αυγά αλλά ούτε πράσινα θα βάψω τελικά.
Άρον άρον πήγαμε με τον Αγησίλαο στα Γρεβενά που θα άνοιγαν τη διαθήκη. Ήταν εκεί η σάρα και η μάρα. Ξαδέρφες, κουνιάδες, συμπεθέρες όλες με μαύρα και μαντήλια τάχαμου δήθεν κλαίγανε για τη θεία τη Χαρίκλεια. Εγώ έβαλα ένα σκούρο καφέ ανοιξιάτικο ταγιέρ. Ήταν ξαφνικός ο χαμός και δεν είχα ετοιμαστεί αλλά αυτές στα Γρεβενά στην τσίτα όλες τα είχαν έτοιμα ραμμένα, σε λέει όλο και κάποιος θα πάρει τον ανήφορο έχε το εσύ έτοιμο το ταγιεράκι το μαύρο καλού κακού. Αδιάβαστη πιάστηκα. Τέλος πάντων όλες πήγαν λουλούδια εγώ πήγα ένα cd του Πλούταρχου, πολύ τον αγαπούσε η θεια. Με το «Αχ κορίτσι μου» την θάψαμε. Την επόμενη άνοιξε η διαθήκη. Τίποτα δε με άφησε η σκατόψυχη που άλιωτη να μείνει παναγιά μου. Βρε καλά έκανα και δε το πήρα αυθεντικό το cd, γραμμένο από μαύρος ήτανε και κολλούσε και στο 7 (τι σταυρό κουβαλάω). Με έδωσε η Λέγκω τέσσερα μπιμπελό της θείας τα πήρα ευχαρίστησα κι έφυγα. Τίποτα δεν έκανα στο σπίτι όλα περίμεναν. Δεν έβαψα κι αυγά, τραβάω και έναν καυγά με τον Αγησίλαο έντεκα η ώρα το βράδυ της ανάστασης. Ήθελε να βάλει κοτλέ παντελόνι. Μα είσαι με τα καλά σου χριστιανέ μου του λέω που θα βγεις με τέτοια ζέστη Ανάσταση έξω με το κοτλέ το παντελόνι θα σε δει η γειτονιά εμένα θα κοροϊδεύει. Τέτοιο γινάτι δε ξανάδα. Μουλάρωσε, ή θα βάλω το κοτλέ λέει η δε πάω στην Ανάσταση. Μη σώσεις του λέω κι εγώ. Κάτσαμε μέσα χρονιάρα μέρα.
Έξω ο παπάς φώναζε το Χριστός Ανέστη και εμείς βλέπαμε το Mediterraneo με την Βάνα Μπάρμπα στο κανάλι της Βουλής. Επί τη ευκαιρία θερμά συγχαρητήρια στον κ.Σιούφα για τις επιλογές του καναλιού. Όσο βλέπαμε τις βρωμιές της Βάνας στο έργο, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει κλέφτης μπροστά στα μάτια μας. Μας κοιτάξε και τρόμαξε ο άνθρωπος. Δεν πήγατε στην Ανάσταση λέει; Καλά πλάκα με κάνεις λέω; Άρχισε να φωνάζει βγάζει ένα μαχαίρι, λέω Αγησίλαε σκάνε, μούλωνε τώρα μη κουνιέσαι άσ’ τον να πάρει ότι θέλει και να φύγει γιατί θα σε πάρει ο διάολος και σένα και το κοτλέ σου το παντελόνι. Έψαξε όλο το σπίτι. Άνω κάτω τα κανε όλα. Τα συρτάρια με τις κιλότες, τα κατωσέντονα, τα καρέ μου, την προίκα του γιου μου, μη βρε λέω μη την βγάζεις αυτή από το συρτάρι θα κιτρινίσουν τα βελονίσια άδικα φώναζα. Τα κανε όλα Ανάστα ο Κύριος όπως απαιτούσε η βραδιά άλλωστε. Δε βρήκε τίποτα.
Τι να βρεις καημένε λέω αφού σε λέω τα χω όλα σε θυρίδα στην αγροτική τράπεζα! Να άνοιξε το πρώτο συρτάρι του πορτμαντό έχω μέσα 5 ευρώ τα είχα να ανάψω κερί και να πάρω το Μαρι Κλερ. Πάρτα και φύγε.. Α! και να σου πω πάρε και τέσσερα μπιμπελό που έχω στην εταζέρα, μου τα κανε δώρο μια θεία μου. (παρτα τα καταραμένα λέω από μέσα μου την γρουσούζα την θεία μαζί με τα μπιμπελό με άφησε και όλη την γκίνια της η κατσικοπόδαρη που να μη τον βρει το δρόμο με το φως χριστέ μου και να ψάχνει δώδεκα χρόνια μέσα στο τούνελ, να μην αναπαυτεί η σκατένια η ψυχή της). Μας έφτυσε ο κλέφτης και έφυγε. Δόξα τω θεώ δε πάθαμε καμιά ζημιά. Αλλά σας λέω τέτοιο Πάσχα να μην με ξαναβρεί δε ξέρω αν θα το βγάλω.
Αν και δεν είμαι στα καλά μου μετά από όλα αυτά θα έχω και πάλι μια αγνοουμένη και θέλω να πείτε τι απέγινε η Τάρια Μπούρα. Η μικρή Barbie του πάλαι ποτέ πρώτου Πρωινού Καφέ. Εκείνο το κορίτσι το σπιρτόζικο με τη λαμπρή καριέρα που παρουσίαζε την μόδα;
Και η ερώτηση της εβδομάδας είναι «που ακριβώς πάει η Κατερίνα Καραβάτου κάθε φορά που χτυπάει το κουδούνι για διάλειμμα και παίρνει φόρα και περπατάει; Πάει κάπου συγκεκριμένα η μέχρι ένα σημείο και ξαναγυρίζει πίσω;»
Σας φιλώ η ταλαιπωρημένη βασίλισσα σας Ζωζώ!!!